- συγκλύζω
- Α1. κατακλύζω, πλημμυρίζω από παντού2. συνταράσσω, αναταράσσω από όλες τις μεριές3. παθ. συγκλύζομαι (κυρίως μτφ.) α) πνίγομαι σε κάτι, ιδίως στα χρέηβ) (για κατάσταση) διατελώ σε σύγχυση, βρίσκομαι σε ταραχή («τὰ τῆς Ἀσίας συγκεκλυσμένα πράγματα», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κλύζω «κατακλύζω, πλημμυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.